Τζάκσον

Τζάκσον
(Jackson). Oνομασία 3 πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πρωτεύουσα (περ. 196.637 κάτ.) της πολιτείας του Μισισιπή στον ποταμό Περλ, σε απόσταση 260 χλμ. από τη Νέα Ορλεάνη. Είναι σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και το κύριο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της πολιτείας (υφαντουργία, μηχανοκατασκευές, ηλεκτροτεχνικά, εργοστάσια τροφίμων, ξυλείας και γυαλιού). Στα περίχωρα γίνονται εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. 2. Πόλη (περ. 37.446 κάτ.) της πολιτείας Μίτσιγκαν σε απόσταση 110 χλμ. από το Ντιτρόιτ, με το οποίο συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή. Διαθέτει γεωργικό εμπόριο και βιομηχανίες μεταλμηχανημάτων, ηλεκτροτεχνικών, φαρμακευτικών προϊόντων και ενδυμάτων. 3. Πόλη (περ. 48.949 κάτ.) της πολιτείας Τενεσί, σε απόσταση 120 χλμ. από το Μέμφις. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος, εμπορικό κέντρο και έδρα βιομηχανιών (τροφίμων, υφαντουργίας, μηχανοκατασκευών χημικών προϊόντων, ξυλείας και δομικών υλικών). Διαθέτει πανεπιστήμιο και αεροδρόμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τζάκσον, Άντριου — (Jackson, Ουάξχο, Νότια Καρολίνα 1767 – Νάσβιλ, Τενεσί 1845). Έβδομος πρόεδρος των ΗΠΑ. Τυπικός αντιπρόσωπος του Old West, ευθύς, γενναιόψυχος, αδιάλλακτος και ελάχιστα μορφωμένος, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Στρατηγός, πολέμησε, μεταξύ άλλων,… …   Dictionary of Greek

  • Πόλοκ, Τζάκσον — (Pollock, Κόντι, Γουαϊόμινγκ 1912 – Νέα Υόρκη 1956). Αμερικανός ζωγράφος. Στα νεανικά του χρόνια έζησε στην Αριζόνα και στην Καλιφόρνια και σπούδασε (1925 29) στην Ανώτερη Σχολή Χειροτεχνίας του Λος Άντζελες. Το 1929 παρακολούθησε στη Νέα Υόρκη… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρνετ, Σάμουελ Τζάκσον — (Samuel Jackson Barnett, Γούντσον, Κάνσας 1873 – 1956). Αμερικανός φυσικός. Υπήρξε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Στάνφορντ του Οχάιο και της Καλιφόρνιας (από το 1926 έως το 1944) και ασχολήθηκε κυρίως με μελέτες πάνω στον ηλεκτρομαγνητισμό και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

  • Μισισίπι — (Mississipi). Πολιτεία (123.514 τ. χλμ., 2.858.029 κάτ. το 2001) που βρίσκεται στις κεντρικές νοτιοανατολικές ΗΠΑ. Βρέχεται από τον κόλπο του Μεξικού στα Ν και συνορεύει με την Αλαμπάμα στα Α, το Τενεσί στα Β, το Άρκανσο στα ΒΔ και τη Λουιζιάνα… …   Dictionary of Greek

  • Σίδνεϊ — (Sydney). Πόλη (3.596.000 κάτ.) της ΝΑ Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλλίας. Βρίσκεται και στις δυο ακτές ενός πολύ οδοντωμένου μυχού του Ειρηνικού, γνωστού με το όνομα Πορτ Τζάκσον, που εισέρχεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Ουίγος — ο 1. συν. στον πληθ. οι Ουίγοι ένα από τα δύο κόμματα φατρίες τής Αγγλίας κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αντίπαλο τών Τόρυ, το οποίο στην αρχή ταυτιζόταν με τους Σκώτους Πρεσβυτεριανούς αλλά στη συνέχεια εκπροσωπούσε τα συμφέροντα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”